Αφιέρωμα
Βίλχελμ Ράιχ
Βίλχελμ Ράιχ
Οι δεσμώτες του σπηλαίου και το απαγορευμένο μήνυμα
ΤΗΣ ΠΕΠΗΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
Εχω δικαίωμα στην κρίση ανθρώπων ικανών να με κρίνουν και στο καλοπροαίρετο, ανιδιοτελές λάθος. Τα λόγια αυτά, με τα οποία ο Ράιχ αντιμετώπισε τους δικαστές του, που τελικά τον έστειλαν στη φυλακή, θα έπρεπε να βρίσκονται γραμμένα στην είσοδο κάθε πνευματικού ιδρύματος στον κόσμο. Δίνοντάς του τον λόγο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών πιστεύω ότι αναγνωρίζουμε τη δύναμη, την τόλμη και την ανιδιοτέλειά του, την επιμονή του στη διεπιστημονική προσέγγιση και στη σύνδεση σκέψης, βιώματος και δράσης. Οτι του δίνουμε, όπως ζητούσε, το δικαίωμα να κριθεί με πνευματικά κριτήρια, χωρίς υποχρεωτικά να προσυπογράφουμε όλα όσα είπε. Αρχεται λοιπόν ή μάλλον συνεχίζεται η συνεδρίαση. Ο πολίτης Ράιχ έχει τον λόγο.
Μια ομάδα από δεσμώτες βρίσκονται αλυσοδεμένοι σε μια φυλακή. Οι άνθρωποι αυτοί γεννήθηκαν ελεύθεροι, αλλά περνούν έγκλειστοι ολόκληρη τη ζωή τους. Η φυλακή αυτή είναι ο πολιτισμός μας. Κανείς ή σχεδόν κανείς δεν παραδέχεται πως πρόκειται αληθινά για φυλακή. Οι μεγάλοι προφήτες μάς εξαπατούν παρηγορώντας μας με μάταιες ελπίδες ότι κάπου αλλού υπάρχει ένας άλλος κόσμος χωρίς φυλακές, και πείθοντάς μας να ανεχόμαστε την καταπίεση με αντάλλαγμα τη μετά θάνατον ελευθερία. Οι δημιουργοί σαν τον Μιχαήλ Αγγελο, τον Σέξπιρ, τον Γκέτε (Φρόιντ για τους τρεις) δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ομορφαίνουν, διακοσμώντας με το έργο τους, τους τοίχους της φυλακής, κάνοντας με τον τρόπο αυτό πιο στέρεα τα δεσμά μας. Οι μεγάλοι νομοθέτες μάς προτείνουν κανονισμούς για να κυκλοφορούμε πιο άνετα στους διαδρόμους και τα κελιά της φυλακής.
Τον ρόλο όμως του δήμιου/ δολοφόνου έχουν αναλάβει να εκπληρώνουν διαχρονικά τα διάφορα ιερατεία καθώς και οι εγκόσμιες εξουσίες, με πρωτοπόρους τους τυράννους σαν τον Στάλιν και τον Χίτλερ, που ενώνουν στο πρόσωπό τους τις πιο αποτρόπαιες πλευρές της δικτατορίας και της επίγειας θρησκείας, αλλά και ολόκληρες άλλες κατηγορίες του ιερατείου: Κληρικοί, δικαστές, δημοσιογράφοι και βεβαίως αυτοί που διεκδικούν το μονοπώλιο της επιστημονικής αλήθειας.
Ο λόγος που μια τέτοια δολοφονία πραγματοποιείται κάθε τόσο, είναι πως αυτοί που τόλμησαν να αψηφήσουν τον νόμο της σιωπής και της άγνοιας που κυβερνά τη φυλακή, γνωρίζουν ένα μυστικό που, αν το κοινοποιήσουν, όχι μόνον οι διάφορες εξουσίες, αλλά και οι ίδιοι οι τοίχοι της φυλακής θα καταρρεύσουν. Το μυστικό είναι πως, ενώ ζούμε σαν άθλιοι έγκλειστοι, μπορούμε να βιώσουμε την ανθρώπινη πλήρωση και την ευδαιμονία. Και ο δρόμος για να πετύχουμε κάτι τέτοιο είναι η ερωτική απελευθέρωση, η κατάκτηση του οργασμού, που δεν έχει τίποτε να κάνει με την επίπεδη σεξουαλικότητα και ακόμη λιγότερο με την πορνογραφία. Η πραγμάτωση του ερωτικού οργασμού, ανοίγει τον δρόμο για το γκρέμισμα της φυλακής, γιατί ενώνει την ψυχή με το Σύμπαν, απελευθερώνει μια πανίσχυρη ζωοποιό ενέργεια που είναι κοινή και στα δύο. Η αληθινή ιστορία του Χριστού μπορεί να είναι το παράδειγμα μιας τέτοιας πρότασης αλλά και της αιματηρής ακύρωσής της. Πουθενά στα Ευαγγέλια ο Χριστός δεν εκφράζεται υπέρ της σεξουαλικής στέρησης και της αποδοχής της καταπίεσης. Η αγάπη, που είναι το κέντρο της διδασκαλίας του, είναι πρωταρχικά ερωτική αγάπη, με την πιο συγκεκριμένη και απτή έννοια.
Εκανα μόλις μια βιαστική περίληψη κάποιων βασικών σημείων του έργου Η δολοφονία του Χριστού του Βίλχελμ Ράιχ. Δεν είναι μάλλον ανάγκη να προσθέσω ότι, όπως και κάθε άλλη περίληψη, όπως ας πούμε η σύνοψη του έργου Οιδίπους τύραννος από τον Φρόιντ στην Ερμηνευτική των ονείρων, έτσι και η δική μου είναι λογικό να περιέχει υπογραμμίσεις, μετατοπίσεις, παραλείψεις, ακόμη και αλλοιώσεις, για τις οποίες υπόλογη είμαι εγώ η ίδια. Ενα από τα πιο μεγάλα προβλήματα της κριτικής είναι ότι κάθε φορά που αυτή αφηγείται ένα έργο για να το κρίνει, το ξαναδιηγείται, δηλαδή το οικειοποιείται και το ανασυνθέτει. Ενας πιο προσωπικός λόγος είναι ότι το βιβλίο αυτό, που ένα αντίτυπό του έχει διασωθεί στη βιβλιοθήκη μου από τα πολύ νεανικά μου χρόνια, γεμάτο ενθουσιώδεις υπογραμμίσεις με κόκκινο μελάνι, είναι για μένα ένα κείμενο που με εντυπωσίασε, αλλά και το ίχνος μιας εποχής ελπίδας. Τα κινήματα αμφισβήτησης των δεκαετιών του '60 και του '70 είδαν στον Ράιχ, στον Μαρκούζε, στον Γκι Ντεμπόρ, στον Λεφόρ, στον Καστοριάδη κάποιους από τους προφήτες τους. Ο Ράιχ, αποκηρυγμένος από την ψυχαναλυτική εταιρεία, απόβλητος από την Αριστερά, επέστρεψε σαν μια αιχμηρή παρουσία, που έδειχνε τρόπους για να διαβάσουμε την πολιτική και την ιστορία, ας πούμε την άνοδο του φασισμού, με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο, αλλά, περισσότερο από όλους, πρότεινε έναν άλλο τρόπο ζωής. Τόσο εκείνος, όσο και οι άλλοι προφήτες της αμφισβήτησης φαινόταν επιπλέον να απαντούν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, σε μια βαθιά αγωνία που στοίχειωνε τους πιο υποψιασμένους: Στην ακόμη θολή, αλλά βασανιστική, αίσθηση ότι η κοινωνική δράση, η πολιτική πράξη, όχι μόνο θα έμενε ανολοκλήρωτη, αλλά και θα κινδύνευε σε κάθε στιγμή να γεννήσει τέρατα, αν δεν συνδυαζόταν με την ψυχική αυτογνωσία. Δύο πράγματα είναι αυτά που με κάνουν σήμερα να ξαναγυρίζω στο κείμενο αυτό. Πρώτα η διαπίστωση ότι όποιος ή όποια τολμά να σκεφτεί, να ερευνήσει ή να δημιουργήσει έξω από τον κανόνα, φτάνει κάποτε στη στιγμή που βλέπει την κατεστημένη μικρόνοια και μικροψυχία να τον/ την απειλούν με συμβολική ή πραγματική εξόντωση, πράγμα που καθόλου δεν αποκλείει κάποιο άγαλμα ή κενοτάφιο μόλις καταφέρουν να τον εξοντώσουν. Το δεύτερο στοιχείο σχετίζεται με τα πρόσωπα και τα κείμενα με τα οποία είτε φανερά είτε υπαινικτικά συνομιλεί ο Ράιχ1.
Για ποια πρόσωπα, για ποια κείμενα μιλάμε; Πρώτα από όλα, τα Ευαγγέλια. Υπάρχει μια ανάγνωση των επίσημων και των απόκρυφων Ευαγγελίων που βλέπει στα λόγια και στο πρόσωπο του Χριστού έναν ύμνο στον σωματικό και τον ψυχικό έρωτα. Υμνο που τον οδήγησε στον θάνατο και στη συνέχεια παραμορφώθηκε και αναιρέθηκε τελείως από το ιερατείο, καταλήγοντας συνώνυμο του διαβόλου. Ο Σικελιανός, ο Ελύτης στη χώρα μας και πολλοί άλλοι σε πολλές μεριές της γης, από τον Ντοστογιέφσκι στη Ρωσία μέχρι τον Χόρχε Αμάντο στη Βραζιλία, μοιράζονται λίγο-πολύ αυτή την οπτική. Υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Μια ταύτιση του πιστού, του ορθόδοξου, του αιρετικού ή και του άθεου δημιουργού ή των προσώπων της δημιουργίας του με τον δολοφονημένο θεό. Ο Θερβάντες, ο Ντοστογιέφσκι, ο Καζαντζάκης, και μια στρατιά από λαϊκούς και μη ζωγράφους, από τον Βρούμπελ, στον Μπέικον και τον Διαμαντόπουλο, αναγνωρίζουν στις πληγές του Εσταυρωμένου τα δικά τους ψυχικά και σωματικά τραύματα. Οικειοποιούμενος την αφήγηση των ευαγγελίων ο Ράιχ κάνει, με τη σειρά του, όπως θα έλεγε ο Μπαλζάκ, μια Messe de l' athee, τη λειτουργία ενός αθέου. Για να ακριβολογήσω μάλιστα περισσότερο, και για να δώσω το στίγμα της πρωτοτυπίας του στην υπόθεση αυτή, πρέπει να προσθέσω κάτι ακόμα. Ο Ράιχ είναι πιο πολύ άθρησκος παρά άθεος. Δεν απιστεί ακριβώς προς τον θεό αλλά προς αυτό που οι θρησκείες καταλαβαίνουν ως θεό. Ο θεός γι' αυτόν είναι μέσα μας. Είναι αυτή η απαγορευμένη, φυλακισμένη κοσμική ενέργεια που διέπει τον μικρόκοσμο της ψυχής και τον μακρόκοσμο του Σύμπαντος. Η αθεΐα του λοιπόν είναι σαν αυτή των Ελλήνων προσωκρατικών, του Ηρακλείτου και του Ξενοφάνη, που, σαν τον Ράιχ, συνέδεαν τη φύση του ανθρώπου και την φύση του κόσμου. Αν όμως ο θεός είναι φυλακισμένη ή δολοφονημένη ενέργεια, αν η οργόνη, οι αστρικές καταιγίδες, είναι το σημείον του, τότε ο ανθρωπάκος, που είναι μαζί δεσμώτης και δήμιος, έχει στο μέτωπό του κάτι πολύ πιο τρομερό από το σημείον του Κάιν. Δεν είναι μόνον αδελφοκτόνος, αλλά θεοκτόνος.
Μιλώντας για τη φυλακή της ύπαρξης, όπως μας την έδειξε ο Ράιχ, απέφυγα ώς εδώ να χρησιμοποιήσω μία λέξη: Το έκανα για να υπογραμμίσω μια αποσιώπηση που είναι τόσο εξόφθαλμη, ώστε μοιάζει όχι να συγκαλύπτει, αλλά να προβάλει κραυγαλέα τη θεμελιακή πηγή του κειμένου του. Είναι περισσότερο από προφανές ότι το πρότυπο της σκηνοθεσίας και η ραχοκοκαλιά της αφήγησης της Δολοφονίας του Χριστού του Ράιχ δεν είναι άλλο από τον μύθο του σπηλαίου στην πλατωνική Πολιτεία. Το θύμα της δολοφονίας παίρνει στη ραϊχιανή παραβολή το όνομα του Χριστού, αλλά το καλούπι είναι ο ανώνυμος δεσμώτης του σπηλαίου, δηλαδή ο Σωκράτης, όπως υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο ή όπως στο αινιγματικό σύνορο προφορικότητας και γραφής τον βλέπει ο Πλάτων. Αυτός είναι ο δεσμώτης, ο οποίος απελευθερώνεται, και ανακαλύπτει την απάτη του κουκλοπαίχτη, που προβάλλει το θέατρο σκιών του στον τοίχο του σπηλαίου, σαν να ήταν η πραγματικότητα. Αυτός είναι που ανεβαίνει με δυσκολία προς την έξοδο και ανακαλύπτει την πηγή του φωτός και την αληθινή ουσία των πραγμάτων. Και αυτός επιστρέφει στον κόσμο του σπηλαίου, λέει την αλήθεια και πεθαίνει, επειδή την είπε. Γιατί ο Ράιχ αποσιωπά την πηγή της έμπνευσης; Κλέβει ιδέες; Αποκλείεται, και διότι είναι αυτός που είναι, και γιατί το κείμενο του Πλάτωνα ήταν στην εποχή του πολύ πιο γνωστό από ό,τι σήμερα. Φοβάται να τον πουν ιδεαλιστή; Αυτό θα ταίριαζε σε άλλους 2. Οχι στον Ράιχ που δεν υποχώρησε μπροστά στις επιθέσεις της φροϊδικής και της σταλινικής ορθοδοξίας. Και έπειτα, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα μιλούσε για τον Χριστό. Μήπως το κείμενο είναι τόσο γνωστό, ώστε ο συγγραφέας θεωρεί την αναφορά άχρηστη; Αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, αν και ο Ράιχ κάθε άλλο παρά απευθυνόταν μόνο σε έναν κλειστό κύκλο λογίων. Το ερώτημα μένει εκκρεμές, αλλά η ουσία βρίσκεται αλλού.
Η αναλογία ανάμεσα στα δύο κείμενα δεν είναι φιλολογική. Είναι ή θα μπορούσε να γίνει ουσιαστική, υπό τον όρο ότι θα δεχτούμε μια ριζική ανατροπή που θα διαβάσει το κείμενο του πλατωνικού σπηλαίου όχι ιδεαλιστικά, σαν μια αναφορά σε άσαρκες ιδέες, αλλά υπό το πρίσμα της ψυχικής εμπειρίας και της σωματικότητας. Ο Φρόιντ είναι αυτός που διέγνωσε πρώτος ότι η πλατωνική θεωρία της ανάμνησης είναι ένα αρχαίο αντίστοιχο της ψυχαναλυτικής παλινδρόμησης. Ανάμνηση και παλινδρόμηση επιτελούν τον ίδιο σκοπό. Αποκαλύπτουν την απάτη ή την αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει τον κόσμο της δόξας ή των φαινομένων στον Πλάτωνα ή τον κόσμο του εγώ στον Φρόιντ. Ο πλατωνικός δεσμώτης μάλιστα (μέσα από τη σχέση του με το πολιτικό) θα εξυπηρετούσε πολύ τον Ράιχ στη διαμάχη του με τον Φρόιντ για τις σχέσεις ψυχανάλυσης και πολιτικής. Οπως είχε προσέξει ο Πιερ Βιντάλ Νακέ, ο δεσμώτης/ Σωκράτης δεν επαναπαύεται στην προσωπική κατάκτηση της αλήθειας. Επιστρέφει για να τη διαλαλήσει στο σπήλαιο, δηλαδή στην πόλιν - κράτος των Αθηνών, που θα τον σκοτώσει. Ενας πολιτικοποιημένος δεσμώτης λοιπόν, που ωστόσο βλέπει την πολιτική με μάτια φωτισμένα από μια μύηση, η οποία, όπως λέει ο Πλάτων, είναι πολύ πιο σημαντική και δύσκολη από τα Ελευσίνια. Υπάρχει βέβαια ένα σημαντικό κενό, μία αποφασιστική διαφορά: Σε αντίθεση με τον φυλακισμένο του Ράιχ, που ανακαλύπτει το φως της αλήθειας στην αστραπή του οργασμού, ο δρόμος του πλατωνικού δεσμώτη δεν σχετίζεται με τον έρωτα στο κείμενο της Πολιτείας. Η διαφορά όμως υπερβαίνεται μέσα από τα ερωτικά πλατωνικά κείμενα. Τα κείμενα εκείνα που αντί να υπηρετούν την ενόρμηση του θανάτου, επιμένοντας ότι το σώμα είναι σήμα, δηλαδή τάφος, θεοποιούν τον έρωτα. Στον Φαίδρο ο εραστής ανατριχιάζοντας ερωτικά καταλήγει να αποκτήσει πούπουλα και φτερά και να πετάξει προς τον υπερουράνιο τόπο της αλήθειας. Και στο Συμπόσιο, αφιερωμένο στον έρωτα, μια γυναίκα προφήτισσα, η Διοτίμα, μαθαίνει στον Σωκράτη ότι έρωτας και κάλλος συνδέονται με τον σωματικό και τον πνευματικό τοκετό. Είναι αλήθεια ότι η σύνδεση του κόσμου της μήτρας και του τοκετού δεν γίνεται από τον Ράιχ. Αντίθετα στο έργο Η λειτουργία του οργασμού παίρνει τις αποστάσεις του από τις σχετικές θέσεις του Ρανκ και του Φερέντσι, που βρέθηκαν και αυτοί εκτός φροϊδικής ορθοδοξίας. Την εποχή ωστόσο που το έργο του Ράιχ επανερχόταν στο προσκήνιο μέσα από τα κινήματα του '60-'70, Ελληνες και ξένοι ψυχίατροι, όπως ο Καυκαλίδης και ο Γκροφ, υποστήριξαν βάσει κλινικών δεδομένων την άποψη ότι ο οργασμός είναι και επιστροφή στον τόκον, τον κόσμο της μήτρας ή της γέννησης.
Οι έρευνες του Ράιχ κατέληξαν σε μια οργανωμένη και υποστηριγμένη από μια πληθώρα δημοσιευμάτων θεωρία για τη σύνδεση της ψυχής και του κόσμου μέσα από την ενέργεια που κυβερνά τον οργασμό και την ζωή των άστρων. Χωρίς να μπορούμε εδώ να αποτιμήσουμε επιστημονικά ούτε την αξία των θεωριών αυτών ούτε την αποτελεσματικότητα ή μη των θεραπειών που δοκίμασε, μπορούμε να πούμε κάτι. Είναι γεγονός ότι η άποψή του ότι ψυχή και κόσμος επικοινωνούν και αλληλοεπηρεάζονται, φέρνει τον κόσμο της ψυχανάλυσης αντιμέτωπο με μια διαχρονική πίστη, που αποτελεί θεμέλιο τόσο της προσωκρατικής φιλοσοφίας όσο, για παράδειγμα, και της ινδικής Τάντρα. Ακόμα και αν τα ειδικά επιχειρήματά του, είτε οι κλινικές εφαρμογές που απορρέουν από αυτά δεν ευσταθούν, ο δρόμος που δοκίμασε να ανοίξει με έμπνευση και τόλμη δεν χάνει, κατά τη γνώμη μου, τη σημασία του. Ποια ήταν η μοίρα του μηνύματός του; Οχι διαφορετική από αυτές του Σωκράτη ή του Χριστού. Το ανεπίδοτο του μηνύματος επαληθεύτηκε έτσι άλλη μια φορά. Ο Ράιχ βρήκε την υποδοχή που βρίσκει ο Χριστός από τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους «Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκι. Δεν κάηκε στην πυρά, αλλά διώχτηκε και φυλακίστηκε και σημαντικά γραπτά του έπεσαν θύματα ενός άουτο ντα φε της λογοκρισίας. Η δύναμη της γοητείας του παραμένει για πολύ περισσότερους από αυτούς που ασπάζονται πλήρως τις θεωρίες του. Δεν είναι μόνον η λάμψη αυτού που καρφώθηκε στον σταυρό της άγνοιας και της εμπάθειας. Είναι και το ότι κάθε πεντακόσια ή ίσως χίλια χρόνια κάποιος που τον λένε Σωκράτη, Βούδα, Κομφούκιο, Χριστό, Μωάμεθ, Μαρξ ή Φρόιντ παίρνει το ρίσκο να δηλώσει ότι με την πρότασή του τελειώνει η προϊστορία της εκμετάλλευσης, του μίσους, της μιζέριας και εγκαινιάζεται, επιτέλους, η αληθινή ιστορία της ανθρωπότητας. Οι κίνδυνοι από μια τέτοια επαγγελία δεν είναι αμελητέοι. Αλλά και η ανάγκη να βγούμε από έναν κόσμο ψυχαναγκαστικής και συχνά φονικής επανάληψης μένει ριζωμένη στην ψυχή μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Περισσότερες φωνές που ακούγονται μέσα από τη φωνή που μας μιλά, όχι απλώς σαν αναφορές, παραπομπές, λογοτεχνικά κόλπα, αλλά κάπως σαν τις φωνές που άκουγε ο αφηγητής τού «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ» μέσα στη φωνή ενός από τους ήρωές του, του βαρόνου ντε Σαρλί).
2. Θα ταίριαζε φέρ' ειπείν, καλύτερα στην αντίστοιχη σιωπή του Μπαχτίν, που έτρεμε την οργή του σταλινικού καθεστώτος, για τον Πλάτωνα και άλλες αρχαίες «ιδεαλιστικές» πηγές του.
Μια ομάδα από δεσμώτες βρίσκονται αλυσοδεμένοι σε μια φυλακή. Οι άνθρωποι αυτοί γεννήθηκαν ελεύθεροι, αλλά περνούν έγκλειστοι ολόκληρη τη ζωή τους. Η φυλακή αυτή είναι ο πολιτισμός μας. Κανείς ή σχεδόν κανείς δεν παραδέχεται πως πρόκειται αληθινά για φυλακή. Οι μεγάλοι προφήτες μάς εξαπατούν παρηγορώντας μας με μάταιες ελπίδες ότι κάπου αλλού υπάρχει ένας άλλος κόσμος χωρίς φυλακές, και πείθοντάς μας να ανεχόμαστε την καταπίεση με αντάλλαγμα τη μετά θάνατον ελευθερία. Οι δημιουργοί σαν τον Μιχαήλ Αγγελο, τον Σέξπιρ, τον Γκέτε (Φρόιντ για τους τρεις) δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ομορφαίνουν, διακοσμώντας με το έργο τους, τους τοίχους της φυλακής, κάνοντας με τον τρόπο αυτό πιο στέρεα τα δεσμά μας. Οι μεγάλοι νομοθέτες μάς προτείνουν κανονισμούς για να κυκλοφορούμε πιο άνετα στους διαδρόμους και τα κελιά της φυλακής.
Τον ρόλο όμως του δήμιου/ δολοφόνου έχουν αναλάβει να εκπληρώνουν διαχρονικά τα διάφορα ιερατεία καθώς και οι εγκόσμιες εξουσίες, με πρωτοπόρους τους τυράννους σαν τον Στάλιν και τον Χίτλερ, που ενώνουν στο πρόσωπό τους τις πιο αποτρόπαιες πλευρές της δικτατορίας και της επίγειας θρησκείας, αλλά και ολόκληρες άλλες κατηγορίες του ιερατείου: Κληρικοί, δικαστές, δημοσιογράφοι και βεβαίως αυτοί που διεκδικούν το μονοπώλιο της επιστημονικής αλήθειας.
Ο λόγος που μια τέτοια δολοφονία πραγματοποιείται κάθε τόσο, είναι πως αυτοί που τόλμησαν να αψηφήσουν τον νόμο της σιωπής και της άγνοιας που κυβερνά τη φυλακή, γνωρίζουν ένα μυστικό που, αν το κοινοποιήσουν, όχι μόνον οι διάφορες εξουσίες, αλλά και οι ίδιοι οι τοίχοι της φυλακής θα καταρρεύσουν. Το μυστικό είναι πως, ενώ ζούμε σαν άθλιοι έγκλειστοι, μπορούμε να βιώσουμε την ανθρώπινη πλήρωση και την ευδαιμονία. Και ο δρόμος για να πετύχουμε κάτι τέτοιο είναι η ερωτική απελευθέρωση, η κατάκτηση του οργασμού, που δεν έχει τίποτε να κάνει με την επίπεδη σεξουαλικότητα και ακόμη λιγότερο με την πορνογραφία. Η πραγμάτωση του ερωτικού οργασμού, ανοίγει τον δρόμο για το γκρέμισμα της φυλακής, γιατί ενώνει την ψυχή με το Σύμπαν, απελευθερώνει μια πανίσχυρη ζωοποιό ενέργεια που είναι κοινή και στα δύο. Η αληθινή ιστορία του Χριστού μπορεί να είναι το παράδειγμα μιας τέτοιας πρότασης αλλά και της αιματηρής ακύρωσής της. Πουθενά στα Ευαγγέλια ο Χριστός δεν εκφράζεται υπέρ της σεξουαλικής στέρησης και της αποδοχής της καταπίεσης. Η αγάπη, που είναι το κέντρο της διδασκαλίας του, είναι πρωταρχικά ερωτική αγάπη, με την πιο συγκεκριμένη και απτή έννοια.
Εκανα μόλις μια βιαστική περίληψη κάποιων βασικών σημείων του έργου Η δολοφονία του Χριστού του Βίλχελμ Ράιχ. Δεν είναι μάλλον ανάγκη να προσθέσω ότι, όπως και κάθε άλλη περίληψη, όπως ας πούμε η σύνοψη του έργου Οιδίπους τύραννος από τον Φρόιντ στην Ερμηνευτική των ονείρων, έτσι και η δική μου είναι λογικό να περιέχει υπογραμμίσεις, μετατοπίσεις, παραλείψεις, ακόμη και αλλοιώσεις, για τις οποίες υπόλογη είμαι εγώ η ίδια. Ενα από τα πιο μεγάλα προβλήματα της κριτικής είναι ότι κάθε φορά που αυτή αφηγείται ένα έργο για να το κρίνει, το ξαναδιηγείται, δηλαδή το οικειοποιείται και το ανασυνθέτει. Ενας πιο προσωπικός λόγος είναι ότι το βιβλίο αυτό, που ένα αντίτυπό του έχει διασωθεί στη βιβλιοθήκη μου από τα πολύ νεανικά μου χρόνια, γεμάτο ενθουσιώδεις υπογραμμίσεις με κόκκινο μελάνι, είναι για μένα ένα κείμενο που με εντυπωσίασε, αλλά και το ίχνος μιας εποχής ελπίδας. Τα κινήματα αμφισβήτησης των δεκαετιών του '60 και του '70 είδαν στον Ράιχ, στον Μαρκούζε, στον Γκι Ντεμπόρ, στον Λεφόρ, στον Καστοριάδη κάποιους από τους προφήτες τους. Ο Ράιχ, αποκηρυγμένος από την ψυχαναλυτική εταιρεία, απόβλητος από την Αριστερά, επέστρεψε σαν μια αιχμηρή παρουσία, που έδειχνε τρόπους για να διαβάσουμε την πολιτική και την ιστορία, ας πούμε την άνοδο του φασισμού, με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο, αλλά, περισσότερο από όλους, πρότεινε έναν άλλο τρόπο ζωής. Τόσο εκείνος, όσο και οι άλλοι προφήτες της αμφισβήτησης φαινόταν επιπλέον να απαντούν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, σε μια βαθιά αγωνία που στοίχειωνε τους πιο υποψιασμένους: Στην ακόμη θολή, αλλά βασανιστική, αίσθηση ότι η κοινωνική δράση, η πολιτική πράξη, όχι μόνο θα έμενε ανολοκλήρωτη, αλλά και θα κινδύνευε σε κάθε στιγμή να γεννήσει τέρατα, αν δεν συνδυαζόταν με την ψυχική αυτογνωσία. Δύο πράγματα είναι αυτά που με κάνουν σήμερα να ξαναγυρίζω στο κείμενο αυτό. Πρώτα η διαπίστωση ότι όποιος ή όποια τολμά να σκεφτεί, να ερευνήσει ή να δημιουργήσει έξω από τον κανόνα, φτάνει κάποτε στη στιγμή που βλέπει την κατεστημένη μικρόνοια και μικροψυχία να τον/ την απειλούν με συμβολική ή πραγματική εξόντωση, πράγμα που καθόλου δεν αποκλείει κάποιο άγαλμα ή κενοτάφιο μόλις καταφέρουν να τον εξοντώσουν. Το δεύτερο στοιχείο σχετίζεται με τα πρόσωπα και τα κείμενα με τα οποία είτε φανερά είτε υπαινικτικά συνομιλεί ο Ράιχ1.
Για ποια πρόσωπα, για ποια κείμενα μιλάμε; Πρώτα από όλα, τα Ευαγγέλια. Υπάρχει μια ανάγνωση των επίσημων και των απόκρυφων Ευαγγελίων που βλέπει στα λόγια και στο πρόσωπο του Χριστού έναν ύμνο στον σωματικό και τον ψυχικό έρωτα. Υμνο που τον οδήγησε στον θάνατο και στη συνέχεια παραμορφώθηκε και αναιρέθηκε τελείως από το ιερατείο, καταλήγοντας συνώνυμο του διαβόλου. Ο Σικελιανός, ο Ελύτης στη χώρα μας και πολλοί άλλοι σε πολλές μεριές της γης, από τον Ντοστογιέφσκι στη Ρωσία μέχρι τον Χόρχε Αμάντο στη Βραζιλία, μοιράζονται λίγο-πολύ αυτή την οπτική. Υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Μια ταύτιση του πιστού, του ορθόδοξου, του αιρετικού ή και του άθεου δημιουργού ή των προσώπων της δημιουργίας του με τον δολοφονημένο θεό. Ο Θερβάντες, ο Ντοστογιέφσκι, ο Καζαντζάκης, και μια στρατιά από λαϊκούς και μη ζωγράφους, από τον Βρούμπελ, στον Μπέικον και τον Διαμαντόπουλο, αναγνωρίζουν στις πληγές του Εσταυρωμένου τα δικά τους ψυχικά και σωματικά τραύματα. Οικειοποιούμενος την αφήγηση των ευαγγελίων ο Ράιχ κάνει, με τη σειρά του, όπως θα έλεγε ο Μπαλζάκ, μια Messe de l' athee, τη λειτουργία ενός αθέου. Για να ακριβολογήσω μάλιστα περισσότερο, και για να δώσω το στίγμα της πρωτοτυπίας του στην υπόθεση αυτή, πρέπει να προσθέσω κάτι ακόμα. Ο Ράιχ είναι πιο πολύ άθρησκος παρά άθεος. Δεν απιστεί ακριβώς προς τον θεό αλλά προς αυτό που οι θρησκείες καταλαβαίνουν ως θεό. Ο θεός γι' αυτόν είναι μέσα μας. Είναι αυτή η απαγορευμένη, φυλακισμένη κοσμική ενέργεια που διέπει τον μικρόκοσμο της ψυχής και τον μακρόκοσμο του Σύμπαντος. Η αθεΐα του λοιπόν είναι σαν αυτή των Ελλήνων προσωκρατικών, του Ηρακλείτου και του Ξενοφάνη, που, σαν τον Ράιχ, συνέδεαν τη φύση του ανθρώπου και την φύση του κόσμου. Αν όμως ο θεός είναι φυλακισμένη ή δολοφονημένη ενέργεια, αν η οργόνη, οι αστρικές καταιγίδες, είναι το σημείον του, τότε ο ανθρωπάκος, που είναι μαζί δεσμώτης και δήμιος, έχει στο μέτωπό του κάτι πολύ πιο τρομερό από το σημείον του Κάιν. Δεν είναι μόνον αδελφοκτόνος, αλλά θεοκτόνος.
Μιλώντας για τη φυλακή της ύπαρξης, όπως μας την έδειξε ο Ράιχ, απέφυγα ώς εδώ να χρησιμοποιήσω μία λέξη: Το έκανα για να υπογραμμίσω μια αποσιώπηση που είναι τόσο εξόφθαλμη, ώστε μοιάζει όχι να συγκαλύπτει, αλλά να προβάλει κραυγαλέα τη θεμελιακή πηγή του κειμένου του. Είναι περισσότερο από προφανές ότι το πρότυπο της σκηνοθεσίας και η ραχοκοκαλιά της αφήγησης της Δολοφονίας του Χριστού του Ράιχ δεν είναι άλλο από τον μύθο του σπηλαίου στην πλατωνική Πολιτεία. Το θύμα της δολοφονίας παίρνει στη ραϊχιανή παραβολή το όνομα του Χριστού, αλλά το καλούπι είναι ο ανώνυμος δεσμώτης του σπηλαίου, δηλαδή ο Σωκράτης, όπως υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο ή όπως στο αινιγματικό σύνορο προφορικότητας και γραφής τον βλέπει ο Πλάτων. Αυτός είναι ο δεσμώτης, ο οποίος απελευθερώνεται, και ανακαλύπτει την απάτη του κουκλοπαίχτη, που προβάλλει το θέατρο σκιών του στον τοίχο του σπηλαίου, σαν να ήταν η πραγματικότητα. Αυτός είναι που ανεβαίνει με δυσκολία προς την έξοδο και ανακαλύπτει την πηγή του φωτός και την αληθινή ουσία των πραγμάτων. Και αυτός επιστρέφει στον κόσμο του σπηλαίου, λέει την αλήθεια και πεθαίνει, επειδή την είπε. Γιατί ο Ράιχ αποσιωπά την πηγή της έμπνευσης; Κλέβει ιδέες; Αποκλείεται, και διότι είναι αυτός που είναι, και γιατί το κείμενο του Πλάτωνα ήταν στην εποχή του πολύ πιο γνωστό από ό,τι σήμερα. Φοβάται να τον πουν ιδεαλιστή; Αυτό θα ταίριαζε σε άλλους 2. Οχι στον Ράιχ που δεν υποχώρησε μπροστά στις επιθέσεις της φροϊδικής και της σταλινικής ορθοδοξίας. Και έπειτα, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα μιλούσε για τον Χριστό. Μήπως το κείμενο είναι τόσο γνωστό, ώστε ο συγγραφέας θεωρεί την αναφορά άχρηστη; Αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, αν και ο Ράιχ κάθε άλλο παρά απευθυνόταν μόνο σε έναν κλειστό κύκλο λογίων. Το ερώτημα μένει εκκρεμές, αλλά η ουσία βρίσκεται αλλού.
Η αναλογία ανάμεσα στα δύο κείμενα δεν είναι φιλολογική. Είναι ή θα μπορούσε να γίνει ουσιαστική, υπό τον όρο ότι θα δεχτούμε μια ριζική ανατροπή που θα διαβάσει το κείμενο του πλατωνικού σπηλαίου όχι ιδεαλιστικά, σαν μια αναφορά σε άσαρκες ιδέες, αλλά υπό το πρίσμα της ψυχικής εμπειρίας και της σωματικότητας. Ο Φρόιντ είναι αυτός που διέγνωσε πρώτος ότι η πλατωνική θεωρία της ανάμνησης είναι ένα αρχαίο αντίστοιχο της ψυχαναλυτικής παλινδρόμησης. Ανάμνηση και παλινδρόμηση επιτελούν τον ίδιο σκοπό. Αποκαλύπτουν την απάτη ή την αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει τον κόσμο της δόξας ή των φαινομένων στον Πλάτωνα ή τον κόσμο του εγώ στον Φρόιντ. Ο πλατωνικός δεσμώτης μάλιστα (μέσα από τη σχέση του με το πολιτικό) θα εξυπηρετούσε πολύ τον Ράιχ στη διαμάχη του με τον Φρόιντ για τις σχέσεις ψυχανάλυσης και πολιτικής. Οπως είχε προσέξει ο Πιερ Βιντάλ Νακέ, ο δεσμώτης/ Σωκράτης δεν επαναπαύεται στην προσωπική κατάκτηση της αλήθειας. Επιστρέφει για να τη διαλαλήσει στο σπήλαιο, δηλαδή στην πόλιν - κράτος των Αθηνών, που θα τον σκοτώσει. Ενας πολιτικοποιημένος δεσμώτης λοιπόν, που ωστόσο βλέπει την πολιτική με μάτια φωτισμένα από μια μύηση, η οποία, όπως λέει ο Πλάτων, είναι πολύ πιο σημαντική και δύσκολη από τα Ελευσίνια. Υπάρχει βέβαια ένα σημαντικό κενό, μία αποφασιστική διαφορά: Σε αντίθεση με τον φυλακισμένο του Ράιχ, που ανακαλύπτει το φως της αλήθειας στην αστραπή του οργασμού, ο δρόμος του πλατωνικού δεσμώτη δεν σχετίζεται με τον έρωτα στο κείμενο της Πολιτείας. Η διαφορά όμως υπερβαίνεται μέσα από τα ερωτικά πλατωνικά κείμενα. Τα κείμενα εκείνα που αντί να υπηρετούν την ενόρμηση του θανάτου, επιμένοντας ότι το σώμα είναι σήμα, δηλαδή τάφος, θεοποιούν τον έρωτα. Στον Φαίδρο ο εραστής ανατριχιάζοντας ερωτικά καταλήγει να αποκτήσει πούπουλα και φτερά και να πετάξει προς τον υπερουράνιο τόπο της αλήθειας. Και στο Συμπόσιο, αφιερωμένο στον έρωτα, μια γυναίκα προφήτισσα, η Διοτίμα, μαθαίνει στον Σωκράτη ότι έρωτας και κάλλος συνδέονται με τον σωματικό και τον πνευματικό τοκετό. Είναι αλήθεια ότι η σύνδεση του κόσμου της μήτρας και του τοκετού δεν γίνεται από τον Ράιχ. Αντίθετα στο έργο Η λειτουργία του οργασμού παίρνει τις αποστάσεις του από τις σχετικές θέσεις του Ρανκ και του Φερέντσι, που βρέθηκαν και αυτοί εκτός φροϊδικής ορθοδοξίας. Την εποχή ωστόσο που το έργο του Ράιχ επανερχόταν στο προσκήνιο μέσα από τα κινήματα του '60-'70, Ελληνες και ξένοι ψυχίατροι, όπως ο Καυκαλίδης και ο Γκροφ, υποστήριξαν βάσει κλινικών δεδομένων την άποψη ότι ο οργασμός είναι και επιστροφή στον τόκον, τον κόσμο της μήτρας ή της γέννησης.
Οι έρευνες του Ράιχ κατέληξαν σε μια οργανωμένη και υποστηριγμένη από μια πληθώρα δημοσιευμάτων θεωρία για τη σύνδεση της ψυχής και του κόσμου μέσα από την ενέργεια που κυβερνά τον οργασμό και την ζωή των άστρων. Χωρίς να μπορούμε εδώ να αποτιμήσουμε επιστημονικά ούτε την αξία των θεωριών αυτών ούτε την αποτελεσματικότητα ή μη των θεραπειών που δοκίμασε, μπορούμε να πούμε κάτι. Είναι γεγονός ότι η άποψή του ότι ψυχή και κόσμος επικοινωνούν και αλληλοεπηρεάζονται, φέρνει τον κόσμο της ψυχανάλυσης αντιμέτωπο με μια διαχρονική πίστη, που αποτελεί θεμέλιο τόσο της προσωκρατικής φιλοσοφίας όσο, για παράδειγμα, και της ινδικής Τάντρα. Ακόμα και αν τα ειδικά επιχειρήματά του, είτε οι κλινικές εφαρμογές που απορρέουν από αυτά δεν ευσταθούν, ο δρόμος που δοκίμασε να ανοίξει με έμπνευση και τόλμη δεν χάνει, κατά τη γνώμη μου, τη σημασία του. Ποια ήταν η μοίρα του μηνύματός του; Οχι διαφορετική από αυτές του Σωκράτη ή του Χριστού. Το ανεπίδοτο του μηνύματος επαληθεύτηκε έτσι άλλη μια φορά. Ο Ράιχ βρήκε την υποδοχή που βρίσκει ο Χριστός από τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή στους «Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκι. Δεν κάηκε στην πυρά, αλλά διώχτηκε και φυλακίστηκε και σημαντικά γραπτά του έπεσαν θύματα ενός άουτο ντα φε της λογοκρισίας. Η δύναμη της γοητείας του παραμένει για πολύ περισσότερους από αυτούς που ασπάζονται πλήρως τις θεωρίες του. Δεν είναι μόνον η λάμψη αυτού που καρφώθηκε στον σταυρό της άγνοιας και της εμπάθειας. Είναι και το ότι κάθε πεντακόσια ή ίσως χίλια χρόνια κάποιος που τον λένε Σωκράτη, Βούδα, Κομφούκιο, Χριστό, Μωάμεθ, Μαρξ ή Φρόιντ παίρνει το ρίσκο να δηλώσει ότι με την πρότασή του τελειώνει η προϊστορία της εκμετάλλευσης, του μίσους, της μιζέριας και εγκαινιάζεται, επιτέλους, η αληθινή ιστορία της ανθρωπότητας. Οι κίνδυνοι από μια τέτοια επαγγελία δεν είναι αμελητέοι. Αλλά και η ανάγκη να βγούμε από έναν κόσμο ψυχαναγκαστικής και συχνά φονικής επανάληψης μένει ριζωμένη στην ψυχή μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Περισσότερες φωνές που ακούγονται μέσα από τη φωνή που μας μιλά, όχι απλώς σαν αναφορές, παραπομπές, λογοτεχνικά κόλπα, αλλά κάπως σαν τις φωνές που άκουγε ο αφηγητής τού «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ» μέσα στη φωνή ενός από τους ήρωές του, του βαρόνου ντε Σαρλί).
2. Θα ταίριαζε φέρ' ειπείν, καλύτερα στην αντίστοιχη σιωπή του Μπαχτίν, που έτρεμε την οργή του σταλινικού καθεστώτος, για τον Πλάτωνα και άλλες αρχαίες «ιδεαλιστικές» πηγές του.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/01/2008